- γυλλός
- γυλλόςblock of stonemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυλλός — γυλλός, ο (Α) πλάκα, συνήθως μαρμάρινη, για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυλλός απαντά σε επιγραφές τής Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια πομπή προς τιμήν τού Απόλλωνος. Η ετυμολ. τής λέξεως είναι… … Dictionary of Greek
γυλλοί — γυλλός block of stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύαλος — ο (Α) κύβος, τετράγωνη πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλος < γυαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Κατ άλλους, ο τ. γύαλος από λανθασμένη γραφή τού τ. γυλλός*, η οποία προήλθε από σύγχυση τού α και τού λ ] … Dictionary of Greek
gēu-, gǝu-, gū- (*sgēu-) — gēu , gǝu , gū (*sgēu ) English meaning: to bend, curl; a kind of vessel Deutsche Übersetzung: “biegen, krũmmen, wolben” Note: Root gēu , gǝu , gū : to bend, curl; a kind of vessel probably derived from Root (s)keu 2, (s)keu̯ǝ :… … Proto-Indo-European etymological dictionary